κομφόρ

κομφόρ
τα
(λ. γαλλ.), ανέσεις, ευκολίες: Έφτιαξε σπίτι με όλα τα κομφόρ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομφόρ — το συν. στον πληθ. τα κομφόρ ανέσεις, ευκολίες, βολές («σπίτι με όλα τα κομφόρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. confort < ρ. conforter < λατ. conforto, «ενισχύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”